εταστής

εταστής
ἐταστής, ὁ (ΑΜ) [ετάζω]
εξεταστής, κριτής
μσν.
εκτελεστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐταστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτασταί — ἐταστής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐταστήν — ἐταστής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… …   Dictionary of Greek

  • εταστικός — ή, ό (Μ ἐταστικός, ή, όν) [εταστής] εξεταστικός, διερευνητικός …   Dictionary of Greek

  • καρδιεταστής — καρδιεταστής, ὁ (Μ) αυτός που ετάζει, που ερευνά τις καρδιές τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδία + ἐταστής «ερευνητής» (< ἐτάζω «ερευνώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”